- κάταγμα
- τοθλάση, σπάσιμο, τσάκισμα: Έπαθε κάταγμα στη δεξιά κνήμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάταγμα — wool drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
καταγμάτων — κάταγμα wool drawn neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγμασι — κάταγμα wool drawn neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγμασιν — κάταγμα wool drawn neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγματα — κάταγμα wool drawn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγματι — κάταγμα wool drawn neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγματος — κάταγμα wool drawn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγματικός — καταγματικός, ή, όν (Α) [κάταγμα] 1. αυτός που υπόκειται σε κάταγμα, σε σπάσιμο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάταγμα («καταγματικὴ ἐπίδεσις», Γαλ.) … Dictionary of Greek
καρυηδόν — (AM) επίρρ. 1. σαν καρύδι 2. φρ. «καρυηδὸν κάταγμα» συντριπτικό κάταγμα οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ηδόν* (πρβλ. κλιμακ ηδόν, τετραποδ ηδόν)] … Dictionary of Greek